- κοραλλιόσχημος
- -η, -οαυτός που έχει σχήμα κοραλλιού, κοραλλιοειδής.[ΕΤΥΜΟΛ. < κοράλλιον + -σχημος (< σχήμα), πρβλ. παπυρό-σχημος, πεταλό-σχημος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κοράλλι — Αποικιακό κνιδόζωο της ομοταξίας των ανθοζώων. Υπάρχουν περισσότερα από 200 είδη κ., τα οποία ταξινομούνται σε δύο μεγάλες υφομοταξίες, τα σκληρακτίνια και τα οκτωκοράλλια. Στα σκληρακτίνια περιλαμβάνονται τα γνήσια κ., τα οποία εκκρίνουν… … Dictionary of Greek